Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Κείμενο στη συναυλία αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, Βόλος, Γενάρης 2002

Σε ένα από τα πολλά υπερ-σουπερμάρκετ της Αθήνας, σε έναν από τους ναούς της κατανάλωσης που έχουν ξεφυτρώσει στις φτωχογειτονιές της Μητρόπολης, συμβαίνει το εξής: τα απογεύματα, την ώρα που κλείνει το μαγαζί, στους κάδους των σκουπιδιών στο πίσω μέρος, πετούν τα σκουπίδια της μέρας μαζί με τα αποφάγια και τις μερίδες έτοιμου φαγητού που δεν καταναλώθηκαν. Εκεί μαζεύονται τους τελευταίους μήνες αρκετές δεκάδες εξαθλιωμένων μεταναστών και προσφύγων περιμένοντας να ψαχουλέψουν στις μεγάλες μαύρες σακούλες για λίγη τροφή.

Η διεύθυνση του καταστήματος ενοχλήθηκε από το γεγονός, εφόσον τα σκουπίδια γίνονται σκουπίδια μόνον όταν πια δεν μπορούν να αποφέρουν κέρδος. Έδωσε λοιπόν εντολή στους σεκιούριτι να περιλούζουν με χλωρίνη τα αποφάγια πριν πεταχτούν, ευελπιστώντας με αυτόν τον τρόπο να ¨κόψει¨ το κακό συνήθειο που έχουν αυτοί οι «ιδιόρρυθμοι» επισκέπτες. Ή πελάτης λοιπόν ή τίποτα.

Οι διευθυντές "διοικούν" το κατάστημα τους κάνοντας τη δουλειά τους, οι σεκιούριτι "εκτελούν εντολές" γιατί αυτή είναι η δουλειά τους και οι υπάλληλοι πρέπει κι αυτοί επίσης να κάνουν "τη δουλειά τους". Από κει και πέρα, πελάτες και γείτονες πρέπει να «κοιτάζουν τη δουλειά τους». Τελικά, όλοι φαίνονται να κινούνται μέσα σε περιχαρακωμένες συμπεριφορές που επιτάσσονται από προκαθορισμένους ρόλους. Όπου και να βρίσκεσαι πρέπει να έχεις κάποια «δουλειά». Και καμία τέτοια δουλειά, κανένας ρόλος δεν αφορά το ενδιαφέρον για τους μετανάστες και τους αποκλεισμένους. Λάθος! Υπάρχουν κάποιοι που δουλειά τους είναι να ασχολούνται μαζί τους και να «ενδιαφέρονται» γι’ αυτούς: οι μπάτσοι με το ζήλο του κεφαλοκυνηγού, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις με τον ζήλο του επιδοτούμενου ανθρωπιστή και στο βάθος κάτι θλιβεροί παραθρησκευτικοί.

Οι επιχειρήσεις-σκούπα της αστυνομίας σε βάρος των μεταναστών, οι άθλιες συνθήκες «εργασίας» τους, τα ευτελή μεροκάματα, τα υποτιμητικά βλέμματα των ντόπιων, τα παγωμένα πρόσωπα των προσφύγων, το τσουβάλιασμα και η φιλοξενία τους σε χώρους που έχουν χαρακτηριστικά στρατοπέδων συγκέντρωσης- ταυτόχρονα με τις ενέργειες για την απέλαση τους- είναι καταστάσεις που δημιουργούν το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι. Αποτελούν όμως ταυτόχρονα και τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την χρήση της χλωρίνης στα αποφάγια.

Δημιουργούν μια αίσθηση αγανάκτησης ή οργής που για να γενικευτεί σε πράξη αντίδρασης ή παρέμβασης ενάντια σε αυτό που συμβαίνει, είναι απαραίτητη η υπέρβαση τη νοητικής καθήλωσης της ξενοφοβίας και των αυταπατών που προσφέρει απλόχερα η εθνική ιδεοληψία. Πρέπει να διαρρηχθεί η κρούστα του κοινωνικού εφησυχασμού, της εξατομίκευσης και της παθητικότητας. Να καταπέσουν ανόητα επιχειρήματα περί ευθύνης των ξένων για την αύξηση της ανεργίας και της εγκληματικότητας ( τι ειρωνεία ειδικά σε μια πόλη σαν το Βόλο, που εδώ και δεκαετίες κατέχει υψηλά επίπεδα ανεργίας φροντισμένα επιμελώς από τις επιλογές και τις επιδιώξεις των ντόπιων αφεντικών).

Να προσπεραστεί ο σκόπελος της εκκλησιαστικής και κοινωνικής φιλανθρωπίας που προσδίδουν έναν εύκολο τρόπο και ανώδυνο απενοχοποίησης και επαναχαύνωσης της συνείδησης, καθώς και την εναπόθεση αυτής της κατάστασης στις αρμοδιότητες κρατικών, κομματικών και δημόσιων φορέων σε βάρος κάθε κοινωνικής και πολιτικής αυτενέργειας.

Ας μην γελιόμαστε, δεν ζητάς τη λύση σε ένα οποιοδήποτε κοινωνικό πρόβλημα από αυτούς που στη χειρότερη περίπτωση το έχουν δημιουργήσει, ενώ στην καλύτερη των περιπτώσεων συναινούν και στηρίζουν έναν πολιτισμό εκμετάλλευσης και καταπίεσης.

Η ουσία της αλληλεγγύης προς κάθε καταπιεσμένο –και στην προκειμένη περίπτωση στους εξαθλιωμένους πρόσφυγες –μπορεί να έχει αφετηρία την έμπρακτη έκφραση της με είδη πρώτης ανάγκης, τρόφιμα και συνθήκες ανθρώπινης διαβίωσης, δεν μπορεί όμως να σταματά εκεί.

Είναι απαραίτητες μέσα από συνευρέσεις και συλλογικές διαδικασίες μεταξύ ανθρώπων που δεν ζητούν την διαχείριση του προβλήματος υπό το πρίσμα ψηφοθηρικών συμφερόντων και επιλεκτικής ευαισθητοποίησης.

Η αλληλεγγύη είναι αξία, που κινεί την εναντίωση σε κάθε περιορισμό της ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας. Είναι επιθετική προς κάθε φυλετικό, εθνικό, κοινωνικό διαχωρισμό καθώς και σε αυτούς που τους επιβάλλουν.

Η πραγματική ιστορία της Πολυξένης

Η Πολυξένη έφυγε μετανάστρια στην Γερμανία την δεκαετία του '60 μαζί με χιλιάδες άλλους έλληνες. Δούλεψε σε μια μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία ζώντας στο ΧΑΙΜ, μια πόλη γκέτο-εργατών με τεράστια κτιριακά συγκροτήματα και διαμερίσματα "κλουβιά".

Βέβαια, θα πει κάποιος πως η περίπτωση των Ελλήνων μεταναστών είχε ως συνθήκη την αποστολή τους σε συγκεκριμένες θέσεις εργασίας για να συμβάλλουν στο τότε οικονομικό 'γερμανικό θαύμα". Αλλά μήπως σήμερα στην Ελλάδα δεν λειτουργούν εταιρείες που ενοικιάζουν αλλοδαπούς εργάτες (κυρίως Ινδούς) για να καλυφθούν οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς εργασίας;

Το ζήτημα λοιπόν είναι αν τα κοινά αυτά βιώματα θα έκαναν μια τουλάχιστον Πολυξένη ή και περισσότερες, να βρίσκονται κοντά σε ανθρώπους που σήμερα μαστίζονται από την προσφυγιά.


Ολόκληρα χωριά της Ηπείρου και της Μακεδονίας, είχαν προσβληθεί από τον πυρετό της μετανάστευσης. Θα μπορούσε να παραλληλίσει κανείς αυτή τη φυγή με την έξοδο των Εβραίων στη γη της Επαγγελίας. όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το "γερμανικό θαύμα".
Tα πρώτα γράμματα, ήταν γιομάτα υπερβολές. Κύρια, των νέων αγοριών, που μιλούσαν για κατακτήσεις γερμανίδων με διψήφιους και τριψήφιους αριθμούς.

τα θυμότανε όλα αυτά το βράδυ του χωρισμού η Πολυξένη. Δεν είχε μήπως η ίδια προσβληθεί από τον ίδιο πυρετό; Δεν ταπεινώθηκε στους παράγοντες της περιοχής, να της εξασφαλίσουν μια θέση στον ήλιο, το διαβόητο πιστοποιητικό "κοινωνικών φρονημάτων" που στάθηκε αφορμή να απαρνηθεί τους αγώνες του πατέρα της, που είχε δώσει τη ζωή του για τη λευτεριά και την τιμή της πατρίδας της;

δεν άρχιζε τάχα με τούτο το τρένο, η αντίστροφη μέτρηση; Με τα ίδια αυτά τρένα, δεν κουβαλούσαν πριν δέκα πέντε με είκοσι χρόνια χιλιάδες εργάτες να δουλέψουν στην χιτλερική βιομηχανία και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης; "Με τη διαφορά", σκέφτονταν όλον αυτό τον καιρό που έμεινε στο γκέτο των μπλοκ η Πολυξένη, "ότι τότε, σέρνανε τους ανθρώπους με τη βία ενώ εμείς ήρθαμε με τη θέληση μας". "Με την θέληση;". Ήταν αλήθεια, έτσι; Είχε κουβαληθεί εδώ όλος αυτός ο κόσμος επειδή το ήθελε;

είχε περάσει η πρώτη βδομάδα. τα μπλοκ, γέμισαν με καινούργια πρόσωπα. στο δικό τους, έφτασε μια νέα φουρνιά απ' τα μέρη του Έβρου. Έδειχναν τσακισμένες απ' την κούραση και τα την ταλαιπωρία. Κοιτούσαν γύρω τους σαν τρομαγμένα πουλιά που είχαν αιφνιδιαστεί από μια ξαφνική μπόρα. Ακολούθησαν σαν τα κλωσσοπούλια το διερμηνέα, ώσπου χάθηκαν στο βάθος του μεγάλου διαδρόμου.

ξημέρωνε Κυριακή. Μέρα για λάτρα. απ' την μεγάλη κουζίνα, έρχονταν μυρωδιά μαγειρεμένου φαγητού. Όλα τα μπλοκ, βρίσκονταν στο πόδι. τα παράθυρα γέμισαν απλωμένα ρούχα που μύριζαν σαπουνάδα. Στο τελευταίο μπλοκ ανέμιζαν φαρδιές βράκες σε διπλές σειρές. εκεί είχαν βάλει τις τουρκάλες. θα πρέπει να' ρχονταν απ' τα βάθη της Ανατολίας.

στο τμήμα της Πολυξένης, Είχαν γίνει κάποιες μικροαλλαγές. Δέχτηκε με ανακούφιση τη μετάθεση της Πηνελόπης. Την είχαν στείλει στην αποθήκη όπου πακετάρονταν τα δέματα. "Εκεί τουλάχιστον δεν θα κάνει εμετό" κούνησε με ικανοποίηση το κεφάλι η Πολυξένη.

Πολλές, ωστόσο δεν άντεξαν. Έσπασαν τα συμβόλαια κι έφυγαν. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του εξήντα με τις μεγάλες φουρνιές των ξένων εργατών να κατακλύζουν τη γερμανική αγορά εργασίας θα μείνουν στην ιστορία του "γερμανικού θαύματος" σαν τα χρόνια με τις μεγαλύτερες αναστατώσεις. Η λέξη "φερτράκσμπρούχ" (σπάσιμο συμβολαίου), βρίσκονταν στα χείλη όλων. Ο κίνδυνος να ανατραπούν τα πλάνα ανησύχησε τη γερμανική βιομηχανία προειδοποιώντας την Κυβέρνηση για τις τεράστιες συνέπειες.

ήταν η πρώτη φορά που η Πολυξένη θα' ρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους κατοίκους αυτής της πόλης. Όλον αυτόν τον καιρό που έμενε στο Χάιμ, πολύ λίγα πράγματα γνώριζε για τη ζωή και τις συνήθειες των γερμανών. Ζούσε κάτω από την προστατευτική ασπίδα του συμβολαίου και τη βοήθεια του διερμηνέα. Είχε αποκτήσει τη νοοτροπία και τις συνήθειες του γκέτο με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας κλειστής κοινωνίας, που ζούσε παραγκωνισμένη και ξεκομμένη από τον κύριο κορμό και την κοινωνική ζωή των ντόπιων.

Ήταν η πρώτη μεγάλη απόπειρα που επιχειρούσε να προσεγγίσει αυτόν τον άγνωστο γι' αυτήν κόσμο που ζούσε το δικό του ρυθμό με έναν εντελώς διαφορετικό απ' το δικό της και που -πολλές φορές χρειάστηκε να τον δοκιμάσει ή να τον απορρίψει. Ήταν ένα πολύ δύσκολο ξεκίνημα για την Πολυξένη που σε κάθε της βήμα θα δοκίμαζε την ταπείνωση και την περιφρόνηση -τη σκληρή συμπεριφορά καθώς της έκλειναν την πόρτα μόνο και μόνο από την εμφάνιση- που την έκανε πολλές φορές να κλάψει πικρά.

Είχε ζήσει το δράμα χιλιάδων ξένων που ξενυχτούσαν στα περίπτερα των σιδηροδρομικών σταθμών με αγωνία τη σαββατιάτικη έκδοση των τοπικών εφημερίδων για να ξεχυθούν στους δρόμους με τα "Ενοικιαστήρια" στα χέρια, δοκιμάζοντας την τύχη τους.

Αυτές οι επιταγές που διέσχιζαν το γερμανικό ουρανό με κατεύθυνση την Ελλάδα, έμοιαζαν πολύ με μια γέφυρα ελπίδας που είχε στηθεί τότε ανάμεσα στις δυο χώρες. Δεν πρόκονταν εδώ για μια απλή πράξη, για μια συνηθισμένη ενέργεια ή για κάτι ασυνήθιστο που, ενδεχομένως, να ήθελαν πολλοί να πιστεύουν. Μέσα από αυτά τα ουράνια τόξα, διοχετεύονταν το απαραίτητο οξυγόνο που τόσο πολύ είχαν ανάγκη οι δικοί τους εκεί κάτω στην πατρίδα, για να προφτάσουν καθημερινές ανάγκες και δεν ήταν λίγες οι φορές, που είχαν σωθεί από την ταπείνωση και την καταστροφή, χιλιάδες νοικοκυριά.

Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί στη Γερμανία είχαν γίνει για τους ξένους εργάτες, το δεύτερο τους σπίτι. Ένα ιδιότυπο γκέτο που βόλευε τους πάντες καθώς έδινε με απλοχεριά το άλλοθι της ελευθερίας στις κοινωνίες της αφθονίας. Έμοιαζαν με κείνες τις απατηλές νησίδες των ωκεανών που, πάνω στην απελπισία τους, έβλεπαν την ευκαιρία οι ναυαγοί για να σωθούνε και δεν διέφεραν και πολύ από τους αντικατοπτρισμούς της ερήμου που στάθηκαν μοιραίοι για όσους έτυχε να βρεθούν κάτω από την επιρροή τους. Εδώ μέσα, γεννιόντουσαν και πέθαιναν τα όνειρα. Καταστρώνονταν τα σχέδια για την επιστροφή στην πατρίδα. Ανταλλάσσονταν γνώμες για πολλά και διάφορα. Έκλειναν αρραβώνες και δουλειές του ποδαριού. Φιλοδοξίες και επιθυμίες που -όλες τους σχεδόν- έσβηναν στους μεθυστικούς αχνούς της μπύρας.

Ωχρά Σπειροχαίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια: