Ανέβαινε
μ' ένα βαρύ δισάκι στον ώμο -
απ' τη μια τα χρόνια, απ' την άλλη οι πίκρες του.
Ανέβαινε και τραγούδαγε.
- Τί τραγουδάς, φορτωμένος τόσο, τον ρώτησαν.
- Γι' αυτό τραγουδώ, τους απάντησε.
και συνέχισε, βήμα το βήμα, στροφή τη στροφή.,
λαφρωμένος απ' την απάντηση. Ήξερε εκείνος:
όσο ανέβαζε το τραγούδι του,
το τραγούδι του τον ανέβαζε.
Πέτρος Ανταίος, το φως ωριμάζοντας.
μ' ένα βαρύ δισάκι στον ώμο -
απ' τη μια τα χρόνια, απ' την άλλη οι πίκρες του.
Ανέβαινε και τραγούδαγε.
- Τί τραγουδάς, φορτωμένος τόσο, τον ρώτησαν.
- Γι' αυτό τραγουδώ, τους απάντησε.
και συνέχισε, βήμα το βήμα, στροφή τη στροφή.,
λαφρωμένος απ' την απάντηση. Ήξερε εκείνος:
όσο ανέβαζε το τραγούδι του,
το τραγούδι του τον ανέβαζε.
Πέτρος Ανταίος, το φως ωριμάζοντας.
αυτή, αν υπάρχει κάποια σχετική εκφράσιμη σχέση, είναι η σχέση της ωχράς σπειροχαίτης με το ίδιο το τραγούδι της, και σ' αυτή τη φάση, στους δρόμους που έχει ανοίξει, στην "απαγορευτική" για πολλούς "μοναδικότητα", πλάνητας στον σύμπαν του "συνόλου" της, στο χάος και τη συγκρότησή της, στο σκότος του κενού αλλά και στο αστραποβόλο φως, πάντα σοφός γέροντας και απορημένο βρέφος, ταυτόχρονα, σε μια αδημονούσα πραγματικότητα, μια ωχρά σπειροχαίτη πεζή και κοινότυπη, όσο ποιητική, γήινη κι αέρινη, πάντα όμως δραματική, μην πεις πως δεν το έχεις νιώσει...
Κ.
Κ.