Οι πιο πολλοί τσιτμήδες ζούνε οδηγώντας καραβάνια καμήλες, δικά τους ή ξένα. Κατεβάζουν τα γεννήματα απ' τα Κοζάκια στα παράλια, αυτοί καβάλα στα γαϊδούρια τους, πίσω οι ντεβέδες* κ' οι καμήλες. Κάθε καμήλα έχει το κουδούνι της, το κάθε κουδούνι έχει το δικό του ήχο. Οι τσιτμήδες καμηλιέρηδες οργώνουν αργά το δρόμο, δεν κοιτάνε πίσω, πάντα κοιτάνε χαμηλά: τη γη που σπιθίζει απ' τον ήλιο, τ' αυτιά του γαϊδουριού που πότε-πότε σαλεύουν. Όλα είναι ίδια, απαράλλαχτα ίδια. Το ζο κάτω απ' τα σκέλια τους δίνει μονότονη κίνηση στο κορμί τους, στο κεφάλι τους - πότε μπρος, πότε πίσω. Το μυαλό και το κορμί συνηθίζουνε την κίνηση, που με τον καιρό γίνεται αναγκαία καθώς ο αγέρας και το φως: ναρκώνει τον άνθρωπο, τίποτα πια δεν επιθυμεί και τίποτα δε ζηλεύει - έτσι είναι η ζωή. Πίσω του παίζουν οι ήχοι, έξι εφτά, οχτώ φωνές - αυτές είναι όλες οι φωνές του κόσμου. Ο πρώτος ήχος απ' την πρώτη καμήλα - το κουδούνι που κρέμεται απ' το σαμάρι της - ψιλός, νεανικός ήχος λέει πάντα:
Έβλεντιρελίμ… Έβλεντιρελίμ…
Έβλεντιρελίμ… Έβλεντιρελίμ…
Ο δεύτερος ήχος απ' τη δεύτερη καμήλα, πιο βαρύς λέει
Νερντέν μπουλαλούμ… Νερντέν μπουλαλούμ…
Νερντέν μπουλαλούμ… Νερντέν μπουλαλούμ…
Κι ο τρίτος ήχος, αυστηρός, αργός, δένει τους πρώτους και αποκρίνεται με ασφάλεια:
Σουρντάν… μπουρντάν…
Σουρντάν… μπουρντάν…
Τίποτα δεν μπορεί να ταράξει την αυστηρή πειθαρχία αυτών των πίσω ήχων. Επιβεβαιώνουν την καλή τάξη, τη συμφωνία του κόσμου. Τους ακούει να πορεύονται πίσω του ο τσιτμής, και είναι ήσυχος πως όλα πάνε καλά στη γη. Μπορεί να τύχει μια στιγμή -μια ελάχιστη στιγμή- να λείψει ένας ήχος. Η αρμονία πάσχει μονομιάς κι ο τσιτμής καταλαβαίνει πως κάτι χάλασε στην τάξη του κόσμου. Τότε μονάχα παίρνει το πρόσωπό του ανήσυχη έκφραση και γυρίζει πίσω του να δει. Σταματά, κατεβαίνει απ' το γαϊδούρι του, πάει και ξαναδένει την καμήλα που έκοψε το σκοινί. Και η συμφωνία ξαναρχίζει.
Ηλίας Βενέζης, Αιολική γη
* Αρσενικές καμήλες